ισθμιάζω

ισθμιάζω
ἰσθμιάζω (Α)
1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες
2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει
καταπίνεται
ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)
3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων
ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία τού είμαι άρρωστος, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἰσθμιάζει — Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games pres ind mp 2nd sg Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμιάζειν — Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμιάζεις — Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμιάσαι — Ἰσθμιά̱σᾱͅ , Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games fut part act fem dat sg (doric) Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games aor inf act Ἰσθμιάσαῑ , Ἰσθμιάζω attend the Isthmian games aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισθμιαστής — ἰσθμιαστής, οῡ, ὁ (Α) [ισθμιάζω] 1. θεατής τών Ισθμιακών αγώνων 2. στον πληθ. Ἰσθμιασταί τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν διασώθηκε …   Dictionary of Greek

  • συνισθμιάζω — Α μετέχω κι εγώ στα Ίσθμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἰσθμιάζω (< Ἴσθμια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”