- ισθμιάζω
- ἰσθμιάζω (Α)1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζεικαταπίνεταιἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντωνἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία τού είμαι άρρωστος, ασθενώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].
Dictionary of Greek. 2013.